- ἐνθαλάσσιος
- ἐνθᾰλάσσ-ιος, ον, = sq.,A
νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις S.Fr.432.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις S.Fr.432.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενθαλάσσιος — ἐνθαλάσσιος και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα, ο θαλάσσιος («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, Σοφ.) … Dictionary of Greek
ἐνθαλάττιος — ἐνθαλάσσιος , ἐνθαλάσσιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλασσίοις — ἐνθαλάσσιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλάττιον — ἐνθαλάσσιον , ἐνθαλάσσιος masc/fem acc sg ἐνθαλάσσιον , ἐνθαλάσσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλάττιοι — ἐνθαλάσσιοι , ἐνθαλάσσιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)